νεώροφος

νεώροφος
νε-ώροφος, ον, ([etym.] ὀροφή)
A newly roofed,

οἶκος IG11(2).163

A10, al. (Delos, iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεώροφος — νεώροφος, ον (Α) αυτός που απέκτησε στέγη πρόσφατα («νεώροφος οἶκος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. μεσ ώροφος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”